φυλλώδη

φυλλώδη
φυλλώδης
like leaves
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
φυλλώδης
like leaves
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
φυλλώδης
like leaves
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φυλλώδης — φυλλώδης, ῶδες, ΝΑ [φύλλον] πυκνόφυλλος νεοελλ. φρ. α) «φυλλώδη λαχανικά» (γεωπ.) τα λαχανικά τών οποίων τα φύλλα χρησιμοποιεί ο άνθρωπος ως τροφή β) «φυλλώδη φυτά» (γεωπ.) τα φυτά που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά εσωτερικών χώρων για το… …   Dictionary of Greek

  • πέμφιξ — (Ιατρ.). Δερματική νόσος με πορεία εξελικτική, που γενικά καταλήγει σε θάνατο. Συμπτώματά της είναι ο σχηματισμός φυσαλλίδων στο δέρμα και διακρίνεται σε κοινή, σε φυλλώδη και σε βλαστική. Στην κοινή π., χρόνιου τύπου, εμφανίζονται, σε… …   Dictionary of Greek

  • ιζηματογένεση — Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή …   Dictionary of Greek

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • λεπιδόλιθος — Πυριτικό ορυκτό με χημικό τύπο K(Li,Al)3(Si,Al)4O10(F,OH)2. Ο λ. αποτελεί σημαντική πηγή λιθίου και κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα σχηματίζοντας συνήθως τραπεζοειδή ή φυλλοειδή συσσωματώματα. Η ονομασία του προέρχεται από την ελληνική λέξη …   Dictionary of Greek

  • ρούσκος — (ρούσκος ο ακιδωτός). Πολυετές, αείφυλλο, φρυγανώδες θαμνίο της οικογένειας των Λειλιιδών ή Λειριιδών (μονοκοτυλήδονα)· συναντάται αυτοφυές σε ολόκληρη την Ελλάδα, σε ορεινές κυρίως τοποθεσίες, και είναι γνωστό με τα κοινά ονόματα: ρουσκοκούκκι,… …   Dictionary of Greek

  • σερπεντίνης — Φυλλοπυριτικό ορυκτό, με χημικό τύπο Mg6(OH)8Si4O10. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα, παρουσιάζει όμως ποικιλίες συχνά ψευδοεξαγωνικής συμμετρίας. Ο σ. συναντιέται σε δύο βασικές παραλλαγές: του αντιγορίτη και του χρυσοτίλη. Ο αντιγορίτης… …   Dictionary of Greek

  • φυλλωτός — ή, ό, Ν τεχνολ. αυτός που είναι κατασκευασμένος από φυλλώδη ελάσματα («φυλλωτός πυκνωτής») …   Dictionary of Greek

  • αντιγορίτης — Μία από τις ποικιλίες του πετρώματος σερπεντίνη. Παρουσιάζεται σε φυλλώδη και λεπιδώδη συσσωματώματα κρυστάλλων. Ο α. ονομάζεται και φυλλώδης σερπεντίνης. Έχει χρώμα πολύ σκούρο πράσινο. Παραλλαγές του είναι ο μαρμόλιθος, ο θερμοφυλλίτης κ.ά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”